Μπορεί η υποβλεννογόνια έγχυση μποτουλίνης Α στο ορθό να αντιμετωπίσει την ακράτεια κοπράνων


Botulinum toxin: an endoscopic approach for treating fecal incontinence G. Gourcerol, C. Benard, C. Melchior, et al. Endoscopy 2016;48:484-488


Η ακράτεια κοπράνων αποτελεί βασανιστικό πρόβλημα για πολλούς ασθενείς καθώς επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της ζωής τους. Η τροποποίηση των συνηθειών του εντέρου, η βιοανάδραση και οι χειρουργικές παρεμβάσεις δεν έχουν αποδειχθεί απολύτως αποτελεσματικές στην επίλυση του προβλήματος και επιπλέον, συνοδεύονται από σημαντική νοσηρότητα ιδίως στις περιπτώσεις που έχει προηγηθεί επέμβαση σχηματισμού νέου σφιγκτήρα. Η έγχυση μποτουλίνης A (ΒΤΧ-Α) έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στην ουρολογία σε περιπτώσεις ακράτειας ούρων λόγω υπερδραστηριότητας της λειτουργίας εξώθησης της ουροδόχου κύστης. Η ΒΤΧ-Α προλαμβάνει την προσυναπτική απελευθέρωση ακετυλοχολίνης στις νευρομυικές συνάψεις, προκαλώντας χαλαρή μυϊκή παράλυση, αυξάνοντας κατά συνέπεια την ενδοτικότητα και επομένως την χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης. Ομοίως, η αυξημένη κινητική δραστηριότητα του ορθού ή της λυκήθου του παχέος εντέρου μετά από εκτομή του πρωκτού μπορεί να οδηγήσει σε ακράτεια κοπράνων παρά την ικανοποιητική λειτουργία του σφιγκτήρα του πρωκτού.

Σε 26 ασθενείς (17 με ακέραιο ορθό και 9 με νέο-λύ-κηθο) με ακράτεια κοπράνων λόγω υπερδραστηριότητας του ορθού (που εκτιμήθηκε με μανομετρία και ενδοορθικό υπερηχογράφημα) πραγματοποιήθηκε η έγχυση 10 ml ΒΤΧ-Α (10 υποβλεννογόνιες εγχύσεις του 1 ml η κάθε μία, κυκλοτερούς, ξεκινώντας από τα 5 cm άνωθεν της οδοντωτής γραμμής).

Το 62,5% των συμμετεχόντων ασθενών ανέφερε σημαντική βελτίωση των ενοχλημάτων στο τέλος του πρώτου 3-μήνου παρακολούθησης. Αυτή η ικανοποίηση των ασθενών φάνηκε και από την επιθυμία που εξέφρασε το 69% εξ αυτών να υποβληθούν σε επαναληπτική έγχυση. Η έγχυση ΒΤΧ-Α, ήταν εύκολη στην εφαρμογή της, καλά ανεκτή, ασφαλής και δεν απαιτούσε εισαγωγή στη νοσοκομείο. Η αναγκαιότητα για επανάληψη της έγχυσης σε τακτικά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να διατηρηθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα, παραμένει ωστόσο, ένα σημαντικό μειονέκτημα της μεθόδου. Τουλάχιστον, όπως φάνηκε από την παρούσα μελέτη, οι επαληπτικές εγχύσεις είναι εξίσου αποτελεσματικές όσο αυτή της πρώτης έγχυσης.